- ὀνειρώδεις
- ὀνειρώδηςdream-likemasc/fem acc plὀνειρώδηςdream-likemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερρεαλισμός — ο καλλιτεχνική τάση, ιδιαίτερα στη ζωγραφική, η οποία αδιαφορεί για τα δεδομένα του πραγματικού και αισθητού κόσμου και ενδιαφέρεται να εκφράσει τις υποσυνείδητες ενέργειες της ψυχής και τις ονειρώδεις εντυπώσεις της δίχως λογικό ή αισθητικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)